- οσπριοφάγος
- ος, ο[ν] питающийся бобами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οσπριοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
οσπριοφαγία — η διατροφή κυρίως με όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσπριοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek